ξεπεσμός

ξεπεσμός
ο [ξεπέφτω]
1. πτώση τής αξίας ενός πράγματος
2. υλική ή ηθική κατάπτωση, παρακμή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεπεσμός — ξεπεσμός, ο και ξέπεσμα, το, ατος 1. έκπτωση, κατάπτωση, παρακμή, υποβίβαση. 2. μτφ. η υλική ή ηθική παρακμή: Τέτοιο ξεπεσμό του δεν τον φανταζόταν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάπτωση — η (Α κατάπτωσις) [καταπίπτω] 1. πτώση προς τα κάτω, πέσιμο, γκρέμισμα 2. ιατρ. πλήρης ή σοβαρή απώλεια τών σωματικών δυνάμεων, εξάντληση 3. παρακμή, μαρασμός, ξεπεσμός νεοελλ. 1. εξασθένηση τών πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, κατάθλιψη, αθυμία… …   Dictionary of Greek

  • απαξία — η (Α ἀπαξία) ηθικός ξεπεσμός, έλλειψη ηθικής αξίας νεοελλ. Φιλοσ. το αντίθετο της ηθικής αξίας …   Dictionary of Greek

  • αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… …   Dictionary of Greek

  • εκπεσμός — ο 1. ξεπεσμός 2. έκπτωση, υποτίμηση τής αγοραστικής αξίας 3. υλική ή ηθική κατάπτωση …   Dictionary of Greek

  • κατρακύλα — η 1. κατρακύλημα, κουτρουβάλημα 2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων 3. οικονομικός ή ηθικός ξεπεσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

  • λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …   Dictionary of Greek

  • μαρασμός — Βαριά μορφή υποσιτισμού. Παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις λιμού. * * * ο (AM μαρασμός, Μ και μαραμός) [μαραίνω] 1. βαθμιαία εξασθένηση τών σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων από γηρατειά 2. (σχετικά με φυτό) η απώλεια τής θαλερότητας …   Dictionary of Greek

  • ξέπεσμα — το [ξεπέφτω] ξεπεσμός …   Dictionary of Greek

  • ξέφτισμα — και ξέφτυσμα, το [ξεφτίζω / ξεφτύζω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεφτίζω, η φθορά, η τριβή τής άκρης τού υφάσματος και η δημιουργία ξεφτιών 2. μτφ. πνευματικός, ηθικός ή οικονομικός ξεπεσμός, φθορά, παρακμή, χρεωκοπία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”